επίκληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επίκλυση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίκληση οι επικλήσεις
      γενική της επίκλησης* των επικλήσεων
    αιτιατική την επίκληση τις επικλήσεις
     κλητική επίκληση επικλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίκληση < αρχαία ελληνική ἐπίκλησις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpi.kli.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίκληση θηλυκό

η Οδύσσεια αρχίζει με την επίκληση του Ομήρου στη Μούσα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]