επαγγελματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαγγελματικά < επαγγελματικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επαγγελματικά
- με επαγγελματικό τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαγγελματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επαγγελματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επαγγελματικός