επαναφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαναφέρω < αρχαία ελληνική ἐπαναφέρω
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναφέρω (παθητική φωνή: επαναφέρομαι)
- φέρνω κάποιον ή κάτι στην προηγούμενη θέση του
- ξαναφέρνω