*επείγω

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από επείγω)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπείγω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

*επείγω < αρχαία ελληνική ἐπείγω

Ρήμα[επεξεργασία]

*επείγω