επεμβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπεμβαίνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επεμβαίνω < αρχαία ελληνική ἐπεμβαίνω < ἐπί + ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική intervenir)

Ρήμα[επεξεργασία]

επεμβαίνω

  1. ενεργώ προκειμένου να αλλάξω ή να επηρεάσω κάτι (μια κατάσταση κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) αναμειγνύομαι σε ξένες υποθέσεις

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]