επενεργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπενεργῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επενεργώ < επ(ι)- + ενεργώ και μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική einwirken[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pe.neɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πε‐νερ‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

επενεργώ , πρτ.: επενεργούσα, στ.μέλλ.: θα επενεργήσω, αόρ.: επενέργησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

καθαρεύσουσα:

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]