επεξηγηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επεξηγηματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπεξηγηματικός < (ἐπεξήγημα), ἐπεξηγηματ- + -ικός < ἐπί + ἐξήγημα
Επίθετο[επεξεργασία]
επεξηγηματικός, -ή, -ό
- που επεξηγεί, που ξεκαθαρίζει, διευκρινίζει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επεξηγηματικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)