επιγραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγραφή < αρχαία ελληνική ἐπιγραφή (ἐπί + γραφή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιγραφή θηλυκό
- (αρχαιολογία) κείμενο χαραγμένο σε σκληρή επιφάνεια, π.χ. πέτρα ή μάρμαρο
- πινακίδα, π.χ. πάνω από την είσοδο ενός καταστήματος με την επωνυμία του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιγραφικός
- επιγραφική
- → δείτε τη λέξη επιγράφω