επιγραφολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγραφολόγος < επιγραφ(ή) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιγραφολόγος αρσενικό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που μελετά τις αρχαίες επιγραφές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιγραφολογία
- → και δείτε τη λέξη επιγραφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιγραφολόγος
|