επιδερμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιθερμικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδερμικός η επιδερμική το επιδερμικό
      γενική του επιδερμικού της επιδερμικής του επιδερμικού
    αιτιατική τον επιδερμικό την επιδερμική το επιδερμικό
     κλητική επιδερμικέ επιδερμική επιδερμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδερμικοί οι επιδερμικές τα επιδερμικά
      γενική των επιδερμικών των επιδερμικών των επιδερμικών
    αιτιατική τους επιδερμικούς τις επιδερμικές τα επιδερμικά
     κλητική επιδερμικοί επιδερμικές επιδερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épidermique < αρχαία ελληνική ἐπιδερμίς + -ικός[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

επιδερμικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται, ανήκει ή βρίσκεται στην επιδερμίδα
    επιδερμικό τραύμα
  2. (μεταφορικά, για ανθρώπινη ενέργεια) που είναι πρόχειρος, επιπόλαιος και όχι λεπτομερής
    επιδερμική αντίληψη, επιδερμική εξέταση

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]