επιεικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιεικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιεικῶς < ἐπιεικής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐ει‐κώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιεικώς
- (λόγιο) με επιείκεια, χωρίς μεγάλη αυστηρότητα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιεικώς