επιθέτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιθέτω, (επί + θέτω) < αρχαία ελληνική ἐπιτίθημι
Ρήμα[επεξεργασία]
επιθέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιθέτω
|
επιθέτω
|