επικεντρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικεντρώνω < επίκεντρ(ο) + -ώνω. Συγκρίνετε με την ελληνιστική ἐπικεντροῦμαι (κατέχω καίριο σημείο).[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.cenˈdɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κε‐ντρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

επικεντρώνω, αόρ.: επικέντρωσα, παθ.φωνή: επικεντρώνομαι, π.αόρ.: επικεντρώθηκα, μτχ.π.π.: επικεντρωμένος

  1. βάζω κάτι στο επίκεντρο (της προσοχής, του ενδιαφέροντος κ.λπ.)
     συνώνυμα: εστιάζω
  2. (σπάνιο, μαθηματικά) εντοπίζω το κέντρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επί και κέντρο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]