επικρατέστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικρατέστερος < αρχαία ελληνική ἐπικρατέστερος, συγκριτικός βαθμός του ἐπικρατής
Επίθετο[επεξεργασία]
επικρατέστερος
- που επικρατεί, είναι καλύτερος σε σύγκριση ή αναμέτρηση με άλλον ή με κάτι άλλο
- συνηθέστερος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικρατέστερος
|