επινοητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επινοητικός < ελληνιστική κοινή ἐπινοητικός < ἐπινοητής < αρχαία ελληνική ἐπινοέω < ἐπί + νοέω < νόος / νοῦς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.no.i.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
επινοητικός -ή -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επινοητικά
- επινοητικότητα
- επινοητικώς
- → δείτε τις λέξεις επινοώ και νους