επιούσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιούσιος < αρχαία ελληνική ἐπιούσιος[1] < ἐπιοῦσα, θηλυκό, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔπειμι < ἐπί + εἶμι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈu.si.os/
Επίθετο[επεξεργασία]
επιούσιος, -ια, -ιο
- καθημερινός, που αντιστοιχεί στην κάθε ημέρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιούσιος αρσενικό
- τα απαραίτητα για την επιβίωση, τα προς το ζην
- αγωνίζεται για τον επιούσιο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ από τη φράση της κυριακής προσευχής «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)