επιπλέων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιπλέων | η | επιπλέουσα | το | επιπλέον |
γενική | του | επιπλέοντος & επιπλέοντα1 |
της | επιπλέουσας & επιπλεούσης* |
του | επιπλέοντος |
αιτιατική | τον | επιπλέοντα | την | επιπλέουσα | το | επιπλέον |
κλητική | επιπλέων | επιπλέουσα | επιπλέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιπλέοντες | οι | επιπλέουσες | τα | επιπλέοντα |
γενική | των | επιπλεόντων | των | επιπλεουσών | των | επιπλεόντων |
αιτιατική | τους | επιπλέοντες | τις | επιπλέουσες | τα | επιπλέοντα |
κλητική | επιπλέοντες | επιπλέουσες | επιπλέοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπλέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιπλέων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιπλέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈple.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐πλέ‐ων
- ομόηχο: επιπλέον
Μετοχή[επεξεργασία]
επιπλέων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιπλέω: που επιπλέει, που έχει την ικανότητα να επιπλέει
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις επιπλέω, επί και πλέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'απάδων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)