επιπλήττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιπλήττω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιπλήττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιπλήττω (αττικός τύπος ) / ἐπιπλήσσω < ἐπί + πλήττω (αττικός τύπος ) / πλήσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈpli.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐πλήτ‐τω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιπλήττω, πρτ.: επέπληττα, αόρ.: επέπληξα, παθ.φωνή: επιπλήττομαι, π.αόρ.: επιπλήχθηκα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]