επιστήθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστήθιος < (ελληνιστική κοινή) ἐπιστήθιος < ἐπί + στῆθος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈsti.θi.os/
Επίθετο[επεξεργασία]
επιστήθιος, -α, -ο