επισφάλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισφάλεια οι επισφάλειες
      γενική της επισφάλειας των επισφαλειών
    αιτιατική την επισφάλεια τις επισφάλειες
     κλητική επισφάλεια επισφάλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισφάλεια < επισφαλής + -ια < αρχαία ελληνική ἐπισφαλής < ἐπί + σφάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επισφάλεια θηλυκό

  1. κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, που προκαλεί ανησυχία
     συνώνυμα: αβεβαιότητα, ανασφάλεια
  2. (οικονομία) χρέος που είναι αβέβαιο αν θα εισπραχθεί
    Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, καθώς οι δανειολήπτες δεν μπορούν να πληρώσουν, οι τράπεζες γράφουν ολοένα και μεγαλύτερες επισφάλειες και η ρευστότητα στην αγορά τελικά δεν αυξάνεται. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]