επιτήρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιτήρηση | οι | επιτηρήσεις |
γενική | της | επιτήρησης* | των | επιτηρήσεων |
αιτιατική | την | επιτήρηση | τις | επιτηρήσεις |
κλητική | επιτήρηση | επιτηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτήρηση < αρχαία ελληνική ἐπιτήρησις < ἐπιτηρῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιτήρηση θηλυκό
- το να επιτηρώ/επιβλέπω ένα έργο, την τήρηση όρων μιας συμφωνίας ή τη συμμόρφωση κάποιου προς κάποιους κανόνες
- (ειδικότερα, σε εξετάσεις) η εργασία ενός επιτηρητή που προσέχει να μην αντιγράψει κάποιος από τους εξεταζόμενους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτήρηση
|