επιταχυντής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιταχυντής οι επιταχυντές
      γενική του επιταχυντή των επιταχυντών
    αιτιατική τον επιταχυντή τους επιταχυντές
     κλητική επιταχυντή επιταχυντές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Απεικόνιση κινούμενων σχεδίων επιταχυντή γραμμικών σωματιδίων. Η πηγή (S) εγχέει σωματίδια (κόκκινο) σε κυλινδρικά ηλεκτρόδια (γκρι) προοδευτικά αυξανόμενου μήκους. Ένας ηλεκτρικός ταλαντωτής (G) παράγει τάση ραδιοσυχνότητας, ώστε η αντίθετη τάση πολικότητας να εφαρμόζεται σε γειτονικά γκρι ηλεκτρόδια. Αυτό παράγει ένα ταλαντούμενο ηλεκτρικό πεδίο στα κενά μεταξύ των γκρι ηλεκτροδίων, το οποίο ασκεί δύναμη στα σωματίδια όταν περνούν, άρα επιταχύνοντάς τα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιταχυντής < επιταχύνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική accélérateur)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιταχυντής αρσενικό

  1. (λόγιο) γκάζι
  2. (χημεία) ουσία που συμβάλλει στην επιτάχυνση μιας χημικής αντίδρασης
  3. (φυσική) μηχανή ή συσκευή που συμβάλλει στην επιτάχυνση ηλεκτρονίων, πρωτονίων κι άλλων φορτισμένων σωματιδίων προσδίδοντάς τους ενέργεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]