επιταχυντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιταχυντής < επιταχύνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική accélérateur)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιταχυντής αρσενικό
- (λόγιο) γκάζι
- (χημεία) ουσία που συμβάλλει στην επιτάχυνση μιας χημικής αντίδρασης
- (φυσική) μηχανή ή συσκευή που συμβάλλει στην επιτάχυνση ηλεκτρονίων, πρωτονίων κι άλλων φορτισμένων σωματιδίων προσδίδοντάς τους ενέργεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιταχυντής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)