επιτιμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτιμητικός < αρχαία ελληνική ἐπιτιμητικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιτιμητικός
- που γίνεται για να επιτιμήσει, που επιπλήττει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιτιμητικά
- επιτιμητικώς
- → δείτε τις λέξεις επιτιμώ και τιμώ