επιτραπέζιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτραπέζιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτραπέζιος (επι-πάνω, σετραπέζι), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de table
Επίθετο[επεξεργασία]
επιτραπέζιος, -α, ο
- κατάλληλος για να τοποθετηθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε τραπέζι
- επιτραπέζιο ρολόι
- για τραπέζι φαγητού, φαγώσιμος ή πόσιμος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)