επιτυχών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιτυχών & επιτυχόντας |
η | επιτυχούσα | το | επιτυχόν |
γενική | του | επιτυχόντος & επιτυχόντα |
της | επιτυχούσας & επιτυχούσης* |
του | επιτυχόντος |
αιτιατική | τον | επιτυχόντα | την | επιτυχούσα | το | επιτυχόν |
κλητική | επιτυχών & επιτυχόντα |
επιτυχούσα | επιτυχόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιτυχόντες | οι | επιτυχούσες | τα | επιτυχόντα |
γενική | των | επιτυχόντων | των | επιτυχουσών | των | επιτυχόντων |
αιτιατική | τους | επιτυχόντες | τις | επιτυχούσες | τα | επιτυχόντα |
κλητική | επιτυχόντες | επιτυχούσες | επιτυχόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτυχών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτυχών, μετοχή αορίστου β' του ἐπιτυγχάνω
Μετοχή[επεξεργασία]
επιτυχών, -ούσα, -όν
- που πέτυχε, που έχει σημειώσει μια επιτυχία
- άλλες μορφές: επιτυχόντας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτυχών
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)