επιφυλάσσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιφυλάσσομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιφυλάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιφυλάσσομαι, π.αόρ.: επιφυλάχθηκα, (ενεργ.: επιφυλάσσω)

  1. διατηρώ κάποιο (νομικό) δικαίωμα
  2. αποφεύγω να κάνω κάτι αυτή τη στιγμή, και αναβάλλω για αργότερα, σε πιο κατάλληλο χρόνο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]