επουλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επουλώνω < αρχαία ελληνική ἐπουλόω / ἐπουλῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

επουλώνω

  1. βοηθώ να θεραπευτεί και να κλείσει μια πληγή, ένα τραύμα
  2. (μεταφορικά) βοηθώ να ξεπεραστεί ένα ψυχικό τραύμα, προσωπική, κοινωνική, εθνική τραγωδία κ.λπ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]