επωδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επωδός | οι | επωδοί |
γενική | της | επωδού | των | επωδών |
αιτιατική | την | επωδό | τις | επωδούς |
κλητική | επωδέ | επωδοί | ||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επωδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπῳδός (που ψέλνει ωδές) στην ελληνιστική κοινή σημασία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.poˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πω‐δός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επωδός θηλυκό
- (φιλολογία) το τμήμα του ποιήματος που ακολουθεί τη στροφή και την αντιστροφή (στην αρχαία ποίηση)
- (μουσική) το μέρος ποιήματος ή τραγουδιού που επαναλαμβάνεται μετά από μία ή περισσότερες στροφές
- (μεταφορικά) αυτό που λέγεται πολλές φορές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- επωδός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επωδός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'οδός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)