επώνυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Επώνυμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpo.ni.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πώ‐νυ‐μο

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επώνυμο τα επώνυμα
      γενική του επωνύμου
επώνυμου
των επωνύμων
    αιτιατική το επώνυμο τα επώνυμα
     κλητική επώνυμο επώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
επώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < αρχαία ελληνική ἐπώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ώνυμο. Δείτε και όνομα.
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επώνυμο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επί και όνομα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

επώνυμο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

επώνυμο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του επώνυμος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επώνυμος

Αναφορές[επεξεργασία]