ερίφης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερίφης οι ερίφηδες
      γενική του ερίφη των ερίφηδων
    αιτιατική τον ερίφη τους ερίφηδες
     κλητική ερίφη ερίφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερίφης < (άμεσο δάνειο) τουρκική herif < περσική حریف (harif) < αραβική حريف (harīf)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερίφης αρσενικό (θηλυκό ερίφισσα)

  1. πονηρός άνθρωπος που με πλάγιους τρόπους προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους
  2. ανόητος, βλάκας
  3. φουκαράς
  4. (κρητικά) άθλιος, ευτελής

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]