εργαζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εργαζόμενος | η | εργαζόμενη | το | εργαζόμενο |
γενική | του | εργαζόμενου | της | εργαζόμενης | του | εργαζόμενου |
αιτιατική | τον | εργαζόμενο | την | εργαζόμενη | το | εργαζόμενο |
κλητική | εργαζόμενε | εργαζόμενη | εργαζόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εργαζόμενοι | οι | εργαζόμενες | τα | εργαζόμενα |
γενική | των | εργαζόμενων | των | εργαζόμενων | των | εργαζόμενων |
αιτιατική | τους | εργαζόμενους | τις | εργαζόμενες | τα | εργαζόμενα |
κλητική | εργαζόμενοι | εργαζόμενες | εργαζόμενα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
εργαζόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εργαζόμενος | οι | εργαζόμενοι |
γενική | του | εργαζόμενου & εργαζομένου |
των | εργαζόμενων & εργαζομένων |
αιτιατική | τον | εργαζόμενο | τους | εργαζόμενους & εργαζομένους |
κλητική | εργαζόμενε | εργαζόμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής εργαζόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
εργαζόμενος αρσενικό (θηλυκό εργαζόμενη, λόγιο εργαζομένη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργαζόμενος
Πηγές[επεξεργασία]
- εργαζόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)