ερείδομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερείδομαι < αρχαία ελληνική ἐρείδομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ερείδομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αντηρίδα, στήριγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερείδομαι
|