ερματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερματισμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος, αεροπλοΐα) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ερματίζω[1]
- η στρώση χαλίκων σε σιδηροδρομικό δίκτυο[2]
- ≈ συνώνυμα: επιχαλίκωση (σπάνιο), σκυρόστρωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερματισμός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Πρβ. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν γαλλοελληνικόν, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1911), σ. 229: λήμματα «ballast», «ballastage» και ballaster».