ερμηνευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ερμηνευτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑρμηνευτής[1] < ἑρμηνεύω + -τής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɾ.mi.neˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐μη‐νευ‐τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερμηνευτής αρσενικό
- αυτός που ερμηνεύει
- αυτός που εξηγεί κάτι αναλύοντας το νόημά του
- αυτός που κάνει ερμηνεία ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ρόλου ή ενός μουσικού κομματιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερμηνευτής
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ερμηνευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)