εσκεμμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐσκεμμένος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσκεμμένος η εσκεμμένη το εσκεμμένο
      γενική του εσκεμμένου της εσκεμμένης του εσκεμμένου
    αιτιατική τον εσκεμμένο την εσκεμμένη το εσκεμμένο
     κλητική εσκεμμένε εσκεμμένη εσκεμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσκεμμένοι οι εσκεμμένες τα εσκεμμένα
      γενική των εσκεμμένων των εσκεμμένων των εσκεμμένων
    αιτιατική τους εσκεμμένους τις εσκεμμένες τα εσκεμμένα
     κλητική εσκεμμένοι εσκεμμένες εσκεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσκεμμένος < ἐσκεμμένος, αρχαία μετοχή παρακειμένου του σκέπτομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.sceˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σκεμ‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

εσκεμμένος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]