εσωτερικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσωτερικός η εσωτερική το εσωτερικό
      γενική του εσωτερικού της εσωτερικής του εσωτερικού
    αιτιατική τον εσωτερικό την εσωτερική το εσωτερικό
     κλητική εσωτερικέ εσωτερική εσωτερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσωτερικοί οι εσωτερικές τα εσωτερικά
      γενική των εσωτερικών των εσωτερικών των εσωτερικών
    αιτιατική τους εσωτερικούς τις εσωτερικές τα εσωτερικά
     κλητική εσωτερικοί εσωτερικές εσωτερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσωτερικός < αρχαία ελληνική ἐσωτερικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.so.te.ɾiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

εσωτερικός

  1. που βρίσκεται (προς τα) μέσα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εσωτερικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]