εταζέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εταζέρα | οι | εταζέρες |
γενική | της | εταζέρας | — | |
αιτιατική | την | εταζέρα | τις | εταζέρες |
κλητική | εταζέρα | εταζέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εταζέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική étagère (προφορά: /e.ta.ʒɛʁ/) + -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εταζέρα θηλυκό
- (έπιπλο) μικρό έπιπλο με επάλληλα ράφια, που πατάει στο δάπεδο ή στερεώνεται στον τοίχο και χρησιμοποιείται για τοποθέτηση μικρών αντικειμένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εταζέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έπιπλα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)