ετησίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετησίως < ελληνιστική κοινή ἐτησίως < αρχαία ελληνική ἐτήσιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.tiˈsi.os/
Επίρρημα[επεξεργασία]
ετησίως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετησίως
|