ευεργετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευεργετικός η ευεργετική το ευεργετικό
      γενική του ευεργετικού της ευεργετικής του ευεργετικού
    αιτιατική τον ευεργετικό την ευεργετική το ευεργετικό
     κλητική ευεργετικέ ευεργετική ευεργετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευεργετικοί οι ευεργετικές τα ευεργετικά
      γενική των ευεργετικών των ευεργετικών των ευεργετικών
    αιτιατική τους ευεργετικούς τις ευεργετικές τα ευεργετικά
     κλητική ευεργετικοί ευεργετικές ευεργετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευεργετικός < αρχαία ελληνική εὐεργετικός < εὐεργέτης < εὖ + ἔργον

Επίθετο[επεξεργασία]

ευεργετικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

ωφέλιμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]