ευθυγράμμιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυγράμμιση οι ευθυγραμμίσεις
      γενική της ευθυγράμμισης των ευθυγραμμίσεων
    αιτιατική την ευθυγράμμιση τις ευθυγραμμίσεις
     κλητική ευθυγράμμιση ευθυγραμμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευθυγράμμιση < ευθυγραμμί(ζω) + -ση < ευθύγραμμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευθυγράμμιση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]