ευθυγραμμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθυγραμμισμένος < ευθυγραμμίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ευθυγραμμισμένος, -η, -ο
- που έχει τοποθετηθεί σε ευθεία γραμμή με άλλον
- (πολιτική), (οικονομία): (μεταφορικά): που ακολουθεί πιστά μία άποψη, θέση, σχεδιασμό, προγραμματισμό, δόγμα κ.λπ.