ευκαταφρόνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκαταφρόνητος < αρχαία ελληνική εὐκαταφρόνητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευκαταφρόνητος
- που είναι άξιος να καταφρονηθεί ή περιφρονηθεί, ο ασήμαντος, ιδίως όσον αφορά στην ποσότητα ή το μέγεθος
- που είναι δυνατόν να αγνοηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευκαταφρόνητα
- → δείτε τις λέξεις ευ, καταφρονώ και φρένες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκαταφρόνητος