ευκοιλιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευκοιλιότητα οι ευκοιλιότητες
      γενική της ευκοιλιότητας των ευκοιλιοτήτων
    αιτιατική την ευκοιλιότητα τις ευκοιλιότητες
     κλητική ευκοιλιότητα ευκοιλιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευκοιλιότητα < ελληνιστική κοινή εὐκοιλιότης[1] < εὐκοίλιος < αρχαία ελληνική εὖ + κοιλία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευκοιλιότητα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]