ευκολοπλησίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ευκολοπλησίαστος, -η, -ο
- που προσεγγίζεται εύκολα
- Ήτον ευκολοπλησίαστος εις όλους, πράος, άκακος, γαληνός, και διαλεγόμενος εις όλους με πρόσωπον ήμερον. (Συναξάριον Ιωάννου του Βατάτζη)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκολοπλησίαστος
|