ευνουχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευνουχισμός αρσενικό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος γίνεται ευνούχος, η αφαίρεση των ανδρικών γεννητικών οργάνων (όρχεων)
- (μεταφορικά) η αφαίρεση της ορμής, της ζωτικής δύναμης
- ο ευνουχισμός της σκέψης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευνουχισμός