ευρωδολάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρωδολάριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρωδολάριο ουδέτερο
- Δολάριο κατατεθειμένο σε ξένη τράπεζα ή σε υποκατάστημα τράπεζας των ΗΠΑ που βρίσκεται εκτός των ΗΠΑ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρωδολάριο