ευχαριστιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευχαριστιέμαι < παθητική φωνή του ευχαριστώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ευχαριστιέμαι και φχαριστιέμαι και ευχαριστούμαι
- νιώθω ευχαρίστηση, απόλαυση
- το ευχαριστήθηκα πολύ το φαγητό σου
- νιώθω χαρά, ικανοποίηση
- ευχαριστήθηκα πολύ που ήρθατε στη γιορτή μου
- νιώθω ικανοποίηση για το πάθημα κάποιου άλλου
- του τα είπα ένα χεράκι και το φχαριστήθηκα