ευχαριστιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευχαριστιέμαι < παθητική φωνή του ευχαριστώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ευχαριστιέμαι και φχαριστιέμαι και ευχαριστούμαι

  1. νιώθω ευχαρίστηση, απόλαυση
    το ευχαριστήθηκα πολύ το φαγητό σου
  2. νιώθω χαρά, ικανοποίηση
    ευχαριστήθηκα πολύ που ήρθατε στη γιορτή μου
    • νιώθω ικανοποίηση για το πάθημα κάποιου άλλου
      του τα είπα ένα χεράκι και το φχαριστήθηκα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]