εφαρμοσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφαρμοσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εφαρμόζω, εφαρμόζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εφαρμοσμένος, -η, -ο
- που εφαρμόζεται
- για κλάδο μιας επιστήμης που ασχολείται με την πρακτική εφαρμογή παρά τη θεωρητική έρευνα
- εφαρμοσμένα μαθηματικά