εφελκυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφελκυσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκυσμός[1] < ἐφέλκω < ἕλκω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική traction
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφελκυσμός αρσενικό
- (μηχανική) η άσκηση δύο ισοδύναμων αλλά αντίρροπων δυνάμεων πάνω σ' ένα σώμα, που τείνουν να οδηγήσουν στο τέντωμά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εφελκυσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εφ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)