εχεμύθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εχεμύθεια < (ελληνιστική κοινή) ἐχεμυθία + -εια (το -εια τίθεται λανθασμένα) < ἔχω + μῦθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εχεμύθεια θηλυκό
- το να είναι κανείς εχέμυθος, δηλαδή να διαφυλάττει τα μυστικά που του εμπιστεύονται
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εχεμύθεια